- προστρέχω
- ΝΜΑ[τρέχω]νεοελλ.1. σπεύδω για να ζητήσω ή να προσφέρω βοήθεια («στις φωνές της προσέτρεξαν πολλοί»)2. καταφεύγω, προσφεύγω σε κάποιον ή σε κάτι («προστρέχω και πάλι στα ευγενικά σας αισθήματα με την ελπίδα ότι θα μέ συνδράμετε»)3. συρρέω («όλοι προσέτρεξαν στη συγκέντρωση»)4. φρ. «προστρέχω σε κάθε μέσο» — καταφεύγω σε κάθε μέσο, κάνω ό,τι είναι δυνατόνμσν.-αρχ.(για πράγμ.) συμβαίνω σε κάποιον («προστρέχει πολλαχοῡ τὸ "γίγνεται"» — συμβαίνει συχνά, πολλές φορές, Δαμάσκ.)αρχ.1. (με δοτ.) α) τρέχω προς το μέρος κάποιου («καὶ ἀριστῶντι τῷ Ξενοφῶντι προσέτρεχον δύο νεανίσκοι», Ξεν.)β) μοιάζω με κάποιον2. ανατρέχω3. εφορμώ εναντίον κάποιου («τοῑς δ' ἐκ τοῡ τείχους βραχὺ πρὸς τὸ ἐγγὺς και προσδραμεῑν καὶ πάλιν ἀπελθεῑν», Ξεν.)4. πηγαίνω με το μέρος κάποιου («πρὸς τὴν τῶν πολλῶν γνώμην προστρέχειν», Πολ.)5. πλησιάζω («προστρέχων τῇ εὐνόμῳ ἡλικίᾳ», πάπ.).
Dictionary of Greek. 2013.